- παλίνδρομος
- -η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»ιατρ. η λόγω νέκρωσης τού εμβρύου στη μήτρα υποστροφή τής κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολήβ) «παλίνδρομο νεύρο»ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρομσν.-αρχ.αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεταιαρχ.αβέβαιος.επίρρ...παλινδρόμως (Μ)(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.